- ὁλκαδοχρίστης
- ὁλκᾰδοχρίστης, ου, ὁ,A ship-caulker, Man.4.342.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολκαδοχρίστης — ὁλκαδοχρίστης, ὁ (Α) αυτός που αλείφει τις ολκάδες με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκάς, άδος + χρίω «αλείφω»] … Dictionary of Greek
ὁλκαδοχρίστας — ὁλκαδοχρίστᾱς , ὁλκαδοχρίστης ship caulker masc acc pl ὁλκαδοχρίστᾱς , ὁλκαδοχρίστης ship caulker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)